Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

Ο γλαρος Ιωναθαν

αποσπάσματα απο το βιβλίο του Ρίτσαρντ Μπαχ -ο γλάρος Ιωνάθαν-



<<γιατί Ίων, γιατί;>> ρωτούσε η μάνα του. <<Γιατί είναι τόσο δύσκολο, Ίων, να είσαι όπως όλα τ΄ άλλα πουλιά στο σμήνος; Γιατί δεν μπορείς ν΄ αφήσεις το χαμηλό πέταμα στους άλμπατρος, στους πελεκάνους; Γιατί δεν τρώς; Είσαι φτερό και κόκκαλο!>> .
   <<Μάνα, δε με πειράζει να  ΄μαι φτερό και κόκαλο. 
Θέλω μόνο να ξέρω τι μπορώ και τι δε μπορώ να κατορθώσω στον αέρα. Τίποτε άλλο. Θέλω να ξέρω>>.




   Ένιωσε καλύτερα με την απόφασή του να είναι μόνο ένα απλό μέλος στο σμήνος. Δεν θα ήταν πια δεμένος στη δύναμη που τον τράβηξε στη μάθηση, δεν θα υπήρχαν άλλες προκλήσεις κι άλλες αποτυχίες. Και ήταν όμορφο να μη σκέφτεσαι , και να πετάς στο σκοτάδι προς τα φώτα πάνω απ΄ την ακτή.

   Σ κ ο τ ά δ ι! Η κούφια φωνή στρίγγλισε τρομαγμένη. Ο ι  γ λ ά ρ ο ι  π ο τ έ  δ ε ν  π ε τ ο ύ ν  σ τ ο  σ κ ο τ ά δ ι!
   Ο Ιωνάθαν δεν είχε την προδιάθεση ν΄ ακούσει. Τι όμορφα που είναι, σκέφτηκε. Το φεγγάρι και τα φώτα να τρεμοσβήνουν πάνω στο νερό, και ν΄απλώνουν μέσ΄ στη νύχτα φωτερά μονοπάτια, κι όλα τόσο ειρηνικά κι ακίνητα...
   Κατέβα! Οι γλάροι δεν πετούν ποτέ στα σκοτεινά! Άν ήσουν φτιαγμένος για να πετάς στο σκοτάδι θα ΄χες μάτια κουκουβάγιας! Θα ΄χες σχεδιαγράμματα στο κεφάλι σου, όχι μυαλό! Θα ΄χες κοντά φτερά όπως το γεράκι.
   Εκεί, μέσα στη νύχτα, εκατό πόδια ψηλά στον αέρα, ο Ιωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος έπαιξε το μάτι. Ο πόνος του, οι αποφάσεις του έγιναν καπνός. Κοντά φτερά. 
Κοντά φτερά όπως το γεράκι!

Όταν μάθουν, σκέφτηκε, την Κατάχτηση θα ξετρελαθούν από χαρά. Πόσο πιο πλούσια γίνεται τώρα η ζωή μας! Αντί για το μονότονο κοπιαστικό πήγαινε κι έλα στις ψαρόβαρκες, υπάρχει ένα νόημα στη ζωή! Μπορούμε να ξεπεράσουμε την άγνοια, μπορούμε ν΄ αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας σαν όντα ξεχωριστά, έξυπνα κι επιδέξια. Μπορούμε να είμαστε λεύτεροι! 

Μπορούμε να μάθουμε να πετούμε!


<<Ιωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε>>, είπε ο Γέροντας, <<στάσου στο κέντρο για Ντροπή να σε δουν οι σύντροφοί σου γλάροι!>>.

    Ήταν σαν να τον είχαν χτυπήσει με σανίδα. Τα γόνατά του λύγισαν, τα φτερά του ζάρωσαν, τ΄ αυτιά του βούϊζαν. Στο κέντρο για Ντροπή; Αδύνατο!
    Η Κατάχτηση! Δεν μπορούν να καταλάβουν! Κανουν λάθος, λάθος!

   Ένας γλάρος δεν αντιμιλά ποτέ στο Συμβούλιο του Σμήνους, αλλά η φωνή του Ιωνάθαν ξέσπασε: 

   <<Ανευθυνότητα; Αδέλφια μου!>> φώναξε. <<Ποιός είναι πιο υπέυθυνος από το γλάρο που ανακαλύπτει κι ακολουθεί ένα νόημα, έναν απώτερο σκοπό στη ζωή; Για χίλια χρόνια τσαλαβουτούμε ψάχνοντας να βρούμε τις ψαροκεφαλές, αλλά τώρα έχουμε ένα σκοπό στη ζωή ,  να μάθουμε, ν΄ ανακαλύψουμε, να ΄μαστε λεύτεροι! Δώστε μου μια ευκαιρία μόνο, αφήστε με να σας δείξω τι ανακάλυψα...>>>
   Το σμήνος θαρρείς πως ήταν πέτρινο.
   <<Δεν ανήκεις πια στην Αδελφότητα>> φώναξαν όλα μαζί, και μονομιάς έκλεισαν τ΄ αυτιά τους και του γύρισαν τις πλάτες.


   Ότι είχε κάποτε ελπίσει να προσφέρει στο Σμήνος το κέρδιζε τώρα μόνο για τον εαυτό του - έμαθε να πετάει, και δε μετάνοιωσε για το τίμημα που χρειάστηκε να πληρώσει. Ο Ιωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ανακάλυψε πως η πληξη κι ο φόβος κι ο θυμός είναι η αιτία που η ζωή ενός γλάρου είναι τόσο σύντομη κι όταν αυτά χάθηκαν απ΄ τη σκέψη του, έζησε μια πραγματικά μακριά κι ευχάριστη ζωή.


  Έφτασε το απόγευμα , τότε, και βρήκε τον Ιωνάθαν να γλιστράει γαλήνιος και μόνος στον αγαπημένο του ουρανό. Οι δύο γλάροι που φάνηκαν στο φτερό του ήταν καθάριοι σαν αστροφεγγιά και το φεγγοβόλημά τους ήταν απαλό και φιλικό στον αέρα της βαθιάς νύχτας. Όμως πιο όμορφη απ΄ όλα ήταν η δεξιοσύνη με την οποία πετούσαν, καθώς οι άκρες απ΄ τις φτερούγες τους κουνούσαν σταθερά και με ακρίβεια λίγους πόντους μόλις απ΄ τις δικές του.

   <<Ποιοί είστε;>>
   <<Εϊμαστε από το σμήνος σου, Ιωνάθαν. Είμαστε αδέλφια σου>> Τα λόγια ήταν ξεκάθαρα και ήρεμα. << Ήρθαμε να σε πάμε ψηλοτερα, να σε πάμε σπίτι>>.
   <<Σπίτι δεν έχω. Σμήνος δεν έχω. Είμαι ένας Απόβλητος, Και πετούμε τώρα στην κορυφή του Αέρα του Μεγάλου Βουνού. Λιγοστές εκατοντάδες πόδια ακόμα κι ύστερα δεν θα μπορώ να σηκώσω το γέρικο τούτο κορμί πιο ψηλά>>.
   <<Κι όμως μπορείς , Ιωνάθαν. Γιατί έμαθες. Ένα σχολείο τελείωσε κι ήρθε η ώρα ν΄ αρχίσει ένα άλλο>>. 
   Καθώς τον είχε φωτίσει όλη του τη ζωή, έτσι η κατανόηση άστραψε κείνη τη στιγμή για τον Ιωνάθαν Γλάρο. Είχαν δίκιο. Μπορούσε να πετάξει πιο ψηλά, κι είχε έρθει η ώρα να πάει σπίτι.
   Έριξε μια τελευταία ματιά στον ουρανό, πέρα στη θαυμάσια ασημένια χώρα όπου τόσα είχε μάθει.
   <<Είμαι έτοιμος>>, είπε τελικά.
   Κι ο Ιωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ανυψώθηκε με τους δυό φωτεινούς γλάρους για να χαθεί σ΄ ένα τέλειο σκοτεινό ουρανό...


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου